Παραδοσιακά προϊόντα της Ελληνικής κουζίνας που αποτελούν ένα ισορροπημένο μοντέλο διατροφής, που μπορεί να εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής και σωματικής υγείας.
Ποια είναι τα παραδοσιακά προϊόντα της Ελληνικής κουζίνας;
Παραδοσιακά προϊόντα μοναδικής ποιότητας και αξεπέραστης διατροφικής αξίας, όπως η ελιά και το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, τα γαλακτοκομικά και τυροκομικά, το μέλι, το ούζο, τα ψάρια, οι χυμοί, το νερό, οι ξηροί καρποί, τα κρασιά, η μαστίχα Χίου.
Επίσης, ο κρόκος Κοζάνης και άλλα πολλά, δημιουργούν μια εύγευστη και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά κουζίνα. Μπορεί να καλύψει τις υψηλές γευστικές και διατροφικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.
Ποια είναι τα παραδοσιακά προϊόντα της Ελληνικής κουζίνας;
Μερικά από τα πλέον ονομαστά παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα είναι:
Olives – Ελαιόλαδο σε γυάλινες ή πλαστικές συσκευασίες
Ως βάση όλων των συνταγών της παραδοσιακής κουζίνας, το ελαιόλαδο κατέχει εξέχουσα θέση στην ελληνική διατροφή.
Το ελληνικό ελαιόλαδο διακρίνεται παγκοσμίως για την αγνότητά του, την εξαιρετική του γεύση και την υψηλή διατροφική του αξία. Θα το βρείτε παντού, σε γυάλινες ή πλαστικές συσκευασίες και με ονομασίες παρθένο και έξτρα παρθένο.
Ελαιόλαδο είναι το λάδι που προέρχεται από τους καρπούς της ελιάς (Olea europea).
Το παρθένο ελαιόλαδο παράγεται με μηχανική επεξεργασία του ελαιοκάρπου στα ελαιοτριβεία.
Είναι βασικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής και θεωρείται προϊόν υγιεινής διατροφής λόγω της περιεκτικότητάς του σε μονοακόρεστα λιπαρά, αντιοξειδωτικές ουσίες κλπ.
Σύμφωνα με την ισχύουσα ποιοτική κατάταξη «παρθένο ελαιόλαδο» είναι:
Εξαιρούνται τα έλαια που λαμβάνονται με διαλύτες, με βοηθητικές ύλες παραλαβής που έχουν χημική ή βιοχημική δράση, ή με μεθόδους επανεστεροποίησης ή πρόσμειξης με έλαια άλλης φύσης.
Επομένως, το «παρθένο ελαιόλαδο» είναι το λάδι «φυσικός χυμός», το οποίο περιέχει ανέπαφα όλα τα βασικά συστατικά που περιείχε και μέσα στον ελαιόκαρπο (βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, μικροστοιχεία κτλ) και κατ’ επέκταση εκείνο που έχει όλες τις ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες.
Τα «παρθένα ελαιόλαδα» κατατάσσονται και ταξινομούνται αναλυτικά με τις ακόλουθες ονομασίες, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε ελεύθερα λιπαρά οξέα (οξύτητα) και με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προβλέπονται για την κάθε κατηγορία:
- Εξαιρετικό Παρθένο Ελαιόλαδο (οξύτητα ≤0,8%)
- Παρθένο Ελαιόλαδο (οξύτητα ≤2,0%)
- Ελαιόλαδο Λαμπάντε (οξύτητα >2,0%) (είναι ακατάλληλο για κατανάλωση ως έχει και προορίζεται για ραφινάρισμα ή για βιομηχανική χρήση).
Σχετικό μας άρθρο: Ελαιόλαδο και Ελληνική Κουζίνα. Συμβουλές για τους καταναλωτές
Τυριά. Κασέρι, φέτα, γραβιέρα, κεφαλοτύρι, μυζήθρα κλπ
Τα ίδια συστατικά έχει και το γάλα, από το οποίο παράγεται. Το πλεονέκτημά του είναι ότι έχει πολύ μικρότερο όγκο από το γάλα και συνέπεια αυτού είναι να απορροφάται καλύτερα από τον οργανισμό.
Στην αγορά, μπορεί να βρει κανείς μοναδικά τυριά εξαιρετικής ποιότητας, που πραγματικά αξίζει να δοκιμάσει, όπως κασέρι, γραβιέρα, κεφαλοτύρι, μυζήθρα, μετσοβόνε, που ποικίλουν ανάλογα τον τόπο προέλευσης στη γεύση αλλά και στην ονομασία.
Κάποια από αυτά κυκλοφορούν σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ άλλα είναι αποκλειστικά τοπικής παραγωγής.
Το πιο γνωστό είναι ασφαλώς η ελληνική φέτα. Πρόκειται για άσπρο αρμυρό τυρί, βασικό συστατικό της ξακουστής χωριάτικης σαλάτας, που ωστόσο αποτελεί και βάση για πολλές άλλες συνταγές.
Τα μαλακά τυριά περιέχουν μεγάλη σχετικά ποσότητα νερού (55%) και δε διατηρούνται εύκολα και για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με τα σκληρά τυριά. Τα σκληρά περιέχουν μέχρι 38% νερό και ωριμάζουν αργά
Άλλα τυριά είναι:
- Γραβιέρα, ανήκει στα σκληρά τυριά
- Κεφαλογραβιέρα, επίσης σκληρό τυρί
- Κεφαλοτύρι, επίσης σκληρό τυρί
- Μανούρι
- Κασέρι
- Μπάτζος. Είδος τυριού από αιγοπρόβειο γάλα που παρασκευάζεται στην Κεντρική Μακεδονία
- Ροκφόρ. Παρασκευάζεται από πρόβειο γάλα. Ωριμάζει σε θερμοκρασία 7 βαθμών Κελσίου και με την ανάπτυξη μυκήτων (μούχλα)
- Ανθότυρο
- Ταλαγάνι
- Μυζήθρα
- Τελεμές. Ανήκει στα μαλακά τυριά
- Τουλούμι (μαλακό τυρί)
- Φέτα. Είναι το γνωστότερο ίσως τυρί στην Ελλάδα, με κατοχυρωμένη ονομασία προέλευσης, και αποτελεί απαραίτητο συστατικό στη χωριάτικη σαλάτα. Επίσης, σερβίρεται συχνά με ελαιόλαδο και ρίγανη, για να είναι πιο νόστιμη
- Μοτσαρέλα. Μαλακό ιταλικό τυρί για χρήση κυρίως ως υλικό σε πίτσα
- Παρμεζάνα. Ιταλικό σκληρό τυρί
- Έμενταλ. Ελβετικό ημίσκληρο τυρί
- Τσένταρ. Βρετανικό ημίσκληρο τυρί
Σχετικά στο HelpPost.gr Τυριά Κρήτης. Κρητικός ανθότυρος, μυζήθρα, στάκα, ξίγαλα, γραβιέρα
Κρασί. Γλυκά κρασιά, Μοσχάτο, Μαυροδάφνη, λευκό – κόκκινο
Η Ελλάδα, πέραν του ότι είναι η γενέτειρα του Διονύσου, του θεού του κρασιού, είναι και η γενέτειρα της οινοποιίας.
Το κρασί από τα νησιά της Χίου και της Θάσου, ήταν φημισμένο σε όλο τον αρχαίο κόσμο.
Για ποικίλους ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους, καθώς και εξαιτίας διαφόρων φυσικών καταστροφών, η τέχνη της οινοποιίας παραμελήθηκε απ’ τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Τότε ήταν που οι παραδόσεις της οινοποιίας άρχισαν να αναβιώνουν και σήμερα μπορεί κανείς να βρει πολλά εξαιρετικά ελληνικά κρασιά που παράγονται σε όλη τη χώρα.
Τα ελληνικά κρασιά, παράγονται από ποικιλίες σταφυλιού που πολλές από αυτές είναι άγνωστες στους φίλους του κρασιού της Δύσης.
Οι τέσσερις βασικές κατηγορίες που διακρίνονται είναι ο οίνος με ονομασία προέλευσης ελεγχόμενη, με ονομασία προέλευσης ανωτέρας ποιότητας, ο τοπικός και ο επιτραπέζιος οίνος.
Στην κατηγορία οίνος με ονομασία προελεύσεως ελεγχόμενη περιλαμβάνονται μόνο γλυκά κρασιά, όπως η Μαυροδάφνη της Κεφαλονιάς και της Πάτρας.
Επίσης το Μοσχάτο της Πάτρας, της Λήμνου, της Κεφαλονιάς, της Ρόδου καθώς και το Γλυκό της Σάμου.
Η κατηγορία Ο.Π.Α.Π. (Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας), περιλαμβάνει πολλά από τα καλύτερα κρασιά της Ελλάδας.
Υπάρχουν 20 περιοχές ως τώρα που έχουν δικαίωμα Ονομασίας Προέλευσης.
Στη Βόρεια Ελλάδα, υπάρχουν οι ονομασίες Ζίτσα, Αμυνταίο, Γουμένισα και Νάουσα. Στη Χαλκιδική η Ονομασία Πλαγιές Μελιτονά, στη Θεσσαλία ο Αγχίαλος και το Ραψάνη.
Κοντά στην Αθήνα, υπάρχει η ονομασία της Κάντζας, στην Πελοπόννησο, οι ονομασίες της Πάτρας, Μαντινεία και Νεμέα.
Στα Ιόνια νησιά, υπάρχει το Ρόμπολα Κεφαλονιάς και στα νησιά της Πάρου, της Λήμνου, της Ρόδου και της Σαντορίνης υπάρχουν το Πάρος, το Λήμνος, το Ρόδος, το Σαντορίνη.
Τέλος, στην Κρήτη υπάρχουν οι ονομασίες Προέλευσης Αρχάνες, Πεζά, Σητεία και Δάφνες.
Περισσότερα στο άρθρο μας Ελληνικό κρασί. Ονοματοδοσία, ταξινόμηση, κόκκινων & λευκών σταφυλιών
Ouzo – Ούζο. Ελληνικό ποτό-απεριτίφ – Ούζο Πλωμαρίου
Το παγκοσμίως φημισμένο και κατεξοχήν χαρακτηριστικό ελληνικό ποτό-απεριτίφ, με δημοφιλέστερο της Λέσβου αλλά και της Χίου.
Παράγεται από την απόσταξη αλκοόλης, νερού και αρωματικών υλικών με επικρατέστερο τον γλυκάνισο.
Τοποθετείται σε χάλκινα καζάνια και αρωματίζεται μέσω της διαδικασίας της απόσταξης με βότανα και καρπούς, με κυρίαρχο το γλυκάνισο που του δίνει αυτή τη χαρακτηριστική γεύση.
Παράγεται αποκλειστικά στην Ελλάδα, όπου και καταναλώνεται ευρέως, ενώ εξάγεται και στο εξωτερικό.
Ανήκει στην κατηγορία των απεσταγμένων ανισούχων αλκοολούχων και οινοπνευματωδων ποτών.
Ιδιαίτερα γνωστό είναι το ούζο που παράγεται στη Λέσβο. Το νησί της Λέσβου και ειδικότερα το Πλωμάρι θεωρείται η πατρίδα του ούζου.
Η περιοχή έχει μακρά παράδοση στην παραγωγή του Ούζου. Εδώ, το Ούζο ξεκίνησε να παράγεται το 19ο αιώνα από ελληνικές οικογένειες και αποστάζεται μέχρι και σήμερα με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο.
Ανισούχα ποτά συναντάμε και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως είναι το παστίς στη Γαλλία και η Σαμπούκα στην Ιταλία.
Σερβίρεται σε μικρά ή λεπτά και ψηλά ποτήρια και μπορείτε να το πιείτε είτε σκέτο είτε να προσθέσετε δροσερό νερό ή/και πάγος.
Μετά την προσθήκη νερού το ποτό εμφανίζει χαρακτηριστικό υπόλευκο χρώμα. Οφείλεται στο γλυκάνισο που περιέχει.
Μπορείτε να συνοδεύσετε το ουζάκι σας με διαφόρων ειδών μεζέδες, όπως παστά, χταπόδι, σαλάτες, πίττες, ελίες, κ.ά.
Honey – Μέλι. Ανθόμελο, πευκόμελο, θυμαρίσιο
Μέλι είναι η γλυκιά ρευστή θρεπτική ουσία που παράγουν οι μέλισσες.
Το μέλι είναι ένα αρωματικό, ιξώδες, γλυκό υλικό που προέρχεται από το νέκταρ των φυτών, το οποίο μαζεύουν οι μέλισσες και το μεταβάλλουν για την τροφή τους σε ένα πυκνό υγρό και τελικά το αποθηκεύουν στις κηρήθρες τους.
Οι μέλισσες συλλέγουν νέκταρ από τα λουλούδια ή φυσικούς χυμούς, το βάζουν στο δεύτερο στομάχι που διαθέτουν και στη συνέχεια το αποθέτουν στην κυψέλη τους.
Εκεί χάνει υγρασία και φτάνει στη συνηθισμένη υγρασία του μελιού, από 14-18%.
Το μέλι περιέχει κατά 77-78% σάκχαρα (κυρίως φρουκτόζη και γλυκόζη) και λόγω της σχετικά χαμηλής του υγρασίας, δεν ευνοεί την ανάπτυξη μικροοργανισμών.
Είναι όξινης αντίδρασης, ρευστό στην αρχική μορφή του, αλλά μεταβάλλεται σε κρυσταλλικό όταν μείνει πολύ καιρό.
Το ελληνικό μέλι φημίζεται για την καλή του ποιότητα, το άρωμά του και την εξαιρετική γεύση του. Τη μεγάλη του ποικιλία σε γεύσεις και αρώματα την οφείλει στην πλούσια ελληνική χλωρίδα.
Περισσότερο γνωστά και με μεγαλύτερη κυκλοφορία στο εμπόριο είναι το ανθόμελο που παράγεται από το νέκταρ κυρίως εσπεριδοειδών και άλλων οπωροφόρων δέντρο.
Το θυμαρίσιο με το εξαιρετικό του άρωμα και το πευκόμελο, που παράγεται στις ορεινότερες περιοχές από τα κωνοφόρα δέντρα.
Το μέλι έχει την τάση να κρυσταλλώνει. Στην αρχή σχηματίζονται κρύσταλλοι στον πυθμένα και τα τοιχώματα του δοχείου.
Διαρκώς προστίθενται νέοι κρύσταλλοι οι οποίοι δίνουν γενικά μια όχι ευχάριστη εικόνα στο μέλι. Η κρυστάλλωση επίσης το κάνει δύσχρηστο. Το κρυσταλλωμένο μέλι δεν χάνει τις ιδιότητές του.
Με την κρυστάλλωση όμως δημιουργείται μια άνιση κατανομή της υγρασίας με αποτέλεσμα το μη κρυσταλλωμένο μέλι να έχει περισσότερη υγρασία (πάνω από 20-21%) και να οδηγεί σε έναρξη των ζυμώσεων.
Προτείνουμε να διαβάσετε και το σχετικό μας άρθρο Μέλι. Φαρμακευτικές ιδιότητες – Το αντίδοτο για την παχυσαρκία
Mastic – Μαστίχα. Μαστιχόδεντρο, Μαστιχοχώρια και Χίος
Μαστίχα ονομάζεται η αρωματική φυσική ρητίνη που εξάγεται από το μαστιχόδεντρο (Pistacia lentiscus var. chia), το οποίο καλλιεργείται και ευδοκιμεί ως επί το πλείστο στο αιγαιοπελαγίτικο νησί Χίος.
Η μαστίχα χρησιμοποιείται σε τρόφιμα, φάρμακα και τη βιομηχανία. Μπορεί να καταναλωθεί ακατέργαστη χωρίς χημικές ή βιομηχανικές επεξεργασίες.
Μαστίχα ονομάζεται επίσης συχνά και η τσίχλα ή τσίκλα που συναντάμε στο εμπόριο και περιέχει μικρό ποσοστό.
Ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης είχε επισημάνει τις πολλές θεραπευτικές της ιδιότητες, ιδιαίτερα στις παθήσεις του στομάχου, κάτι που υιοθετεί άλλωστε και η σύγχρονη ιατρική.
Το φυτό της μαστίχας, ο σχίνος, (επιστημονικά Pistacia lentiscus) είναι αειθαλής πυκνόφυλλος θάμνος, ο οποίος ανήκει στην οικογένεια της τερεβίνθου (Terebinthus lentisca Chia).
Mπορεί να φτάσει και το ύψος των τριών μέτρων. Έχει απλωμένα κλαδιά και ανοιχτό ή σκούρο σταχτί κορμό, ανάλογα με την ηλικία του.
Η επιφάνεια του κορμού του έχει ακανόνιστες πλάκες, σαν ρυτίδες, όπως το πεύκο.
Ευδοκιμεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, από την Ιβηρική χερσόνησο και τη Γαλλία μέχρι την Τουρκία και το Ισραήλ.
Στο νησί της Χίου και μόνο στα νότια χωριά της, τα λεγόμενα Μαστιχοχώρια, ευδοκιμεί και καλλιεργείται μία ιδιαίτερη ποικιλία σχίνου, ο μαστιχοφόρος σχίνος (Pistacia lentiscus var. Chia)
Η μαστίχα αρωματίζει τρόφιμα και γλυκίσματα αλλά απαιτείται προσοχή και φειδώ στη χρήση της καθώς αν υπερβάλλουμε στην ποσότητα το παρασκεύασμα θα αποκτήσει πικρή γεύση!
Το μαστιχέλαιο χρησιμοποιείται επίσης στην επιπλοποιία και στην κατασκευή μουσικών οργάνων. Επίσης στην ιατρική, φαρμακευτική, ορθοδοντική, αρωματοποιΐα, κλπ.
Στην Κύπρο, οι σπόροι (κόκκοι) του σχίνου, που μοιάζουν με αυτούς του πιπεριού, χρησιμοποιούνται ολόκληροι ως καρύκευμα στα χωριάτικα λουκάνικα.
Κρόκος Κοζάνης – Saffron. Ζαφορά και σαφράνι
Ο κρόκος ή η ελληνική ζαφορά (saffron) όπως συνήθως λέγεται, ανήκει στην καλύτερη ποιότητα σαφράν στον κόσμο και δικαίως αποκαλείται «το λουλούδι της μεσογειακής κουζίνας»
Ο κρόκος γνωστός και με τις ονομασίες ζαφορά και σαφράνι είναι φυτό από το οποίο παράγεται ένα από τα πιο ακριβά μπαχαρικά που υπάρχουν στον κόσμο.
Το σαφράν(ι) προέρχεται από τον ύπερο του άνθους του φυτού κρόκος, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Κρόκος ο ήμερος (Crocus sativus) L. το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ιριδoειδών (Iridaceae).
O κρόκος, το χρυσάφι της ελληνικής γης όπως αποκαλείται, συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή και πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα, τις φαρμακευτικές και αφροδισιακές του ιδιότητες.
Η ιστορία του στη νεότερη Ελλάδα ξεκινάει όταν Κοζανίτες έμποροι το μεταφέρουν από την Αυστρία, τον 17ο αιώνα.
Για τριακόσια χρόνια ο κρόκος καλλιεργείται και αναπτύσσεται κάτω από τον ήλιο της Μακεδονίας, σε μία περιοχή που περιλαμβάνει πολλά μικρά χωριά του Νομού Κοζάνης.
Οι κάτοικοι της περιοχής φυτεύουν τον κρόκο κάθε καλοκαίρι και όταν φθάσει το φθινόπωρο αφαιρούν με το χέρι τα πολύτιμα στίγματα του πανέμορφου λουλουδιού και τα αποξηραίνουν προσεκτικά για να γίνουν τα βαθυκόκκινα λεπτά νήματα.
Χρειάζονται 50.000 περίπου στίγματα για να προκύψουν 100 γραμμ. κόκκινου κρόκου.
Στη συνέχεια συγκεντρώνονται σε ένα ειδικό τραπέζι και, με τη βοήθεια ηλεκτρικού ανεμιστήρα, χωρίζονται οι στήμονες και τα στίγματα από το υπόλοιπο άνθος.
Ωστόσο, η έντονη χρωστική του ικανότητα, ιδιαίτερα ισχυρή στον κρόκο Κοζάνης ΠΟΠ, έχει ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται επίσης στην παρασκευή χρωμάτων ή στη βαφή ενδυμάτων.
Λόγω των θεραπευτικών ιδιοτήτων που του αποδίδουν, ο κρόκος απαντάται στη σύνθεση καλλυντικών ή φαρμακευτικών προϊόντων.
Spoon sweets – Γλυκά του κουταλιού. Σύκο, σταφύλι, κίτρο, κυδώνι
Το γλυκό του κουταλιού είναι παραδοσιακό γλυκό το οποίο παρασκευάζεται συνήθως από φρούτα βρασμένα σε ζάχαρη.
Η διαφορά του με τη μαρμελάδα είναι ότι περιέχει κομμάτια φρούτου σε πηχτό σιρόπι, ενώ επίσης η κομπόστα περιλαμβάνει κομμάτια φρούτου, όμως σε αραιό σιρόπι.
Γλυκά του κουταλιού βρίσκονται και στις άλλες χώρες των Βαλκανίων και την Τουρκία
Συνδεδεμένα με το γλυκό καλωσόρισμα του επισκέπτη, αποτελούν το κατ’ εξοχήν παραδοσιακό κέρασμα στα ελληνικά σπίτια συνήθως το μέγεθος τους όταν σερβίρονται είναι όσο ενός γεμάτου κουταλιού του γλυκού, εξ ου και η ονομασία τους.
Τα περισσότερα από αυτά τα γλυκά προετοιμάζονταν την εποχή του χρόνου κατά την οποία ωριμάζει κάθε φρούτο.
Αγριοκέρασα, σταφύλια, σύκα, βερίκοκα, μούρα, δαμάσκηνα, κυδώνια, περγαμόντα, και κίτρα, που ωριμάζουν το ένα μετά το άλλο από τις αρχές του καλοκαιριού μέχρι τα τέλη του Φθινοπώρου.
Για κύρια του γλυκού του κουταλιού μπορούν να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο φρούτα όπως το βύσσινο, το κυδώνι, το περγαμόντο και το σύκο, αλλά και λαχανικά, όπως η ντομάτα, το μελιτζανάκι, το καρότο και το κολοκύθι, και άνθη, όπως το τριαντάφυλλο και η κιτρομηλιά
Από τις περισσότερες από αυτές τις πρώτες ύλες, εκτός από γλυκά του κουταλιού φτιάχνονται και υπέροχες μαρμελάδες ή κομπόστες.
Liquor – Παραδοσιακά Ελληνικά ηδύποτα λικέρ
Το λικέρ (συνήθως αναφερόμενο και ως ηδύποτο) είναι τύπος οινοπνευματώδους ποτού, που φτιάχνεται από αλκοόλη γεωργικής προέλευσης (συχνότερα σταφυλιού) με την προσθήκη φυσικών αρωματικών υλών.
Φυσικές αρωματικές ύλες, όπως φρούτων, κρέμας, βοτάνων, αρωματικών καρυκευμάτων (π.χ. κανέλα, γαρίφαλο, δίκταμο), μελιού, ανθέων ή ξηρών καρπών και διατίθεται προς κατανάλωση έπειτα από την προσθήκη ζάχαρης ή άλλου γλυκαντικού (όπως σιρόπι καλαμποκιού με φρουκτόζη).
Τα λικέρ είναι συνήθως πολύ γλυκά στη γεύση.
Η λέξη liqueur προέρχεται από το λατινικό απαρέμφατο liquifacere (“υγροποιώ”). Ο όρος ηδύποτο (εκ του αρχαιοελληνικού επιθέτου ἡδύς = γλυκός) δηλώνει το οινοπνευματώδες ποτό με γλυκιά γεύση.
Συνήθως ο όρος ηδύποτο χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του λικέρ, ωστόσο η κατηγορία περιλαμβάνει πέραν του λικέρ και άλλα οινοπνευματώδη ποτά, όπως π.χ. το βερμούτ ή το ρακόμελο.
Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της ελληνικής γεύσης, δεν μπορεί παρά να συγκαταλέγονται και τα τοπικά, παραδοσιακά ηδύποτα – λικέρ.
Προϊόντα όπως τριαντάφυλλο, κράνα, δαμάσκηνο, μέντα, μαστίχα, καρυδάκι, αλλά και πολλά άλλα, «δανείζουν» το άρωμα και τη γεύση τους στο οινόπνευμα με συναρπαστικά αποτελέσματα.
Γνωστότερα από αυτά είναι η μαστίχα Χίου, από το γνωστό μαστιχόδεντρο που φύεται αποκλειστικά στο νότιο μέρος του νησιού, το Κίτρο Νάξου, το Κουμ Κουάτ, το «χρυσό πορτοκάλι» όπως λέγεται της Κέρκυρας.
Επίσης η πατρινή αρωματική Τεντούρα, από απόσταγμα κανέλλας και γαρίφαλου, που σύμφωνα με την παράδοση η προέλευση της ανάγεται στον 15ο αι.
Οι παλαιοί την ονόμαζαν «μοσχοβολήθρα», λόγω του έντονου αρώματός της, και έχει χρήση κυρίως χωνευτικού ποτού, μετά από ένα καλό γεύμα.