Είναι λοιπόν αλήθεια; Θα ξαναδούμε το θρυλικό ελληνικό Pony, το επονομαζόμενο και «τζιπ των φτωχών», να κυκλοφορεί στους δρόμους, όπως φημολογείται έντονα τα τελευταία χρόνια από τους λάτρεις της αυτοκίνησης; Εάν τα αποτελέσματα των δοκιμών στις οποίες υποβάλλεται αυτό το διάστημα το αυτοκίνητο της εταιρείας NAMCO της οικογένειας Κοντογούρη από τη Θεσσαλονίκη είναι θετικά, είναι εξαιρετικά πιθανό.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το νέο Pony βρίσκεται σε διαδικασία έγκρισης τύπου από το ΕΒΕΤΑΜ, το πολυτεχνολογικό κέντρο εργαστηριακών ελέγχων και πιστοποίησης βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων. Εάν όλα πάνε καλά, ο φάκελος θα μεταβιβαστεί στο υπουργείο Μεταφορών και το όχημα θα υποβληθεί στις προβλεπόμενες από το κράτος διαδικασίες για την τελική του έγκριση.
«Είμαστε στην τελική ευθεία» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι της NAMCO, χωρίς ωστόσο να επιθυμούν να πουν περισσότερα. (Σημειώνεται ότι στην αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου Μεταφορών δεν έχει υποβληθεί προς το παρόν αίτημα έγκρισης οχήματος από την εταιρεία.)
Pony. Το ελληνικό, τζιπ των φτωχών
Σε κάθε περίπτωση, είναι η πρώτη φορά μετά πάρα πολλά χρόνια που ελληνικό αυτοκίνητο υποβάλλεται σε διαδικασία έγκρισης τύπου. Μετά την περίοδο δόξας του ’60, του ’70 και του ’80, ο σκληρός ανταγωνισμός -μεταξύ άλλων- είχε σβήσει τις μηχανές της ελληνικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ολα αυτά μέχρις ότου -σύμφωνα με τον μύθο που συνοδεύει την επανεμφάνιση του Pony- ο 80χρονος σήμερα ιδιοκτήτης της εταιρείας, Πέτρος Κοντογούρης, πείσμωσε όταν άκουσε Γερμανό αξιωματούχο να δηλώνει ότι «δεν μπορεί να φτιάχνει αυτοκίνητα κάθε χώρα» και βάλθηκε να τον διαψεύσει.
Ταιριαστό στην ιστορία της οικογένειας: τη δεκαετία του ’50, στη Γερμανία, οι αδερφοί Κοντογούρη είχαν επιχειρήσει να βγάλουν στην παραγωγή ένα φορτηγό με το όνομα «Hellas». Το 1961, ιδρύουν στη Θεσσαλονίκη την εταιρία FARCO και ξεκινούν την παραγωγή ενός οχήματος πολλαπλών χρήσεων με κινητήρες BMW, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν το βάζουν όμως κάτω.
Το 1972 δημιουργούν τη NAMCO (National Motor Company of Greece), ξεκινούν συνεργασία με τη Citroën και παρουσιάζουν στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης ένα «τετραγωνισμένο» αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε ως βάση τα μηχανικά μέρη του 2CV. Ήταν το Pony, ένα αυτοκίνητο «τόσο άσχημο που είναι ωραίο» όπως είχε γραφτεί τότε στον γερμανικό Τύπο.
Εμελλε να είναι το πιο επιτυχημένο ελληνικό αυτοκίνητο στην ιστορία (πωλήθηκαν πάνω από 30.000 κομμάτια με εξαγωγές σε 14 χώρες). Με κόστος λειτουργίας και συντήρησης υποπολλαπλάσιο αυτού ενός «κανονικού» τζιπ και τιμή πώλησης εξίσου χαμηλή, έγινε ανάρπαστο τόσο από τις κρατικές και στρατιωτικές υπηρεσίες όσο απ’ όλους όσοι είχαν δικαίωμα χρήσης «επαγγελματικού». Το εργοστάσιο «έβγαζε» 8-10 αυτοκίνητα ημερησίως, με το 67% των εξαρτημάτων να είναι ελληνικής προέλευσης.
Η παραγωγή του Pony σταμάτησε το 1983, λόγω κυρίως των αλλαγών στο δασμολογικό καθεστώς και της κατάργησης του προστατευτισμού, που σήμανε η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το νέο Pony θυμίζει έντονα το παλιό, καλό Pony: κλασική όψη, ευθείες γραμμές, κάτι μεταξύ τζιπ και pick-up.
«Είναι ένα σύγχρονο αυτοκίνητο με μηχανικά μέρη τελευταίας τεχνολογίας, σχεδιασμένο με βάση την αρχή της εταιρείας για κλασικό styling», αναφέρει το σάιτ της NAMCO, όπου το Pony εμφανίζεται σε διάφορες εκδόσεις, από μικρά βανάκια και κάμπριο μέχρι ελαφριά ασθενοφόρα. Στόχος είναι η ημερήσια παραγωγή να ανέρχεται σε 24 κομμάτια και το κόστος του αυτοκινήτου να κυμαίνεται γύρω στα 7.000 ευρώ.
Η προοπτική της επανακυκλοφορίας του Pony ξυπνά ευχάριστες αναμνήσεις στους ρομαντικούς των τεσσάρων τροχών. «Pony… Φοβερό αυτοκίνητο, με τρία μοναδικά, ακόμα και σήμερα, χαρακτηριστικά. Δεν μπορούσες να το κάψεις, δεν μπορούσες να το σπινιάρεις και δεν μπορούσες να το βγάλεις από τον δρόμο ή να το τουμπάρεις» διαβάζουμε σε ειδικό φόρουμ.
«Θυμάμαι πόσο έκανα κέφι να ταπεινώνω κοντράροντας τις τότε 320i αλλά και κάποιες Porshe αν τύχαινε ευκαιρία, στο ελαφρά ανηφορικό φανάρι της Συγγρού με την Αμφιθέας. Δεν χρειαζόταν να κάνεις πολλά, γκάζωνες προκλητικά λίγο πριν το πράσινο, άφηνες τις στροφές να ανέβουν στον “θεό” και τη μεγάλη στιγμή άφηνες τον συμπλέκτη κρατώντας με όλη σου τη δύναμη τον λεβιέ για να μην σου πετάξει το σασμάν την “πρώτη”. Στα 100 μ. έριχνες καρφωτή τη “δευτέρα” χωρίς να αφήσεις το πόδι σου από το γκάζι και κοίταγες πίσω σου χαζεύοντας τα απορημένα πρόσωπα». by : Λίνα Γιάνναρου – Η Καθημερινή