Αμυγδαλιά. Ο μύθος της αμυγδαλιάς και της άνοιξης και τα μυθικά πρόσωπα «Φιλλίς και Δημοφών». Ο μύθος της Αμυγδαλιάς, το σύμβολο της ελπίδας που δείχνει ότι η αγάπη νικά το θάνατο. Το βίντεο και οι στίχοι του τραγουδιού «Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά» από τον Γιώργο Δροσίνη.
Αμυγδαλιά. Ο μύθος της αμυγδαλιάς και της άνοιξης
Η Αμυγδαλιά έλκει την καταγωγή της από τη Δυτική Ασία αλλά είναι εξαιρετικά διαδεδομένη σε πολλές χώρες και βέβαια στην Ελλάδα.
Αυτό δε, που την έχει κάνει να υμνηθεί από τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη μουσική είναι η μοναδική της ιδιότητα να «φέρνει »την άνοιξη καθώς όταν η αμυγδαλιά ανθίσει, αποτελεί τον πιο αδιάψευστο μάρτυρα ότι η άνοιξη δεν αργεί.
Ο μύθος της Αμυγδαλιάς και της άνοιξης
Η ελληνική μυθολογία μας διηγείται τον μύθο της Αμυγδαλιάς που κάθε χρόνο την άνοιξη φοράει τα λευκά της.
«Μετά την λήξη του τρωικού πολέμου ο βασιλεύς της πόλεως των Αθηνών Μενεσθεύς ή Μενεσθέας σκοτώθηκε στην Τροία και τον διαδέχθηκε ο Δημοφών ή Δημοφώντας. Ο Δημοφών ήταν γιος του Θησέα και της Φαίδρας.
Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο με σκοπό να επιστρέψει στην Αθήνα, κάποτε έφθασε στις ακτές της Θράκης ίσως για να γλιτώσει από κάποια θαλασσοταραχή.
Στην ακρογιαλιά έπαιζε μια παρέα κοριτσιών. Ανάμεσά τους ήταν και η Φυλλίδα η κόρη του βασιλιά Σίθωνα. Ο Δημοφώντας επικεφαλής των ναυτών ζήτησε από τα κορίτσια να μην φοβούνται. Οι άνδρες έψαχναν απλά μια πηγή για να γεμίσουν με νερό τα άδεια τους δοχεία.
Η βασιλοπούλα γοητευμένη από τους ευγενικούς τρόπους του νεαρού Δημοφώντα και εμπιστευόμενη το ένστικτό της κάλεσε τους στρατιώτες στο παλάτι όπου τους φιλοξένησαν με τιμές.
Η πριγκιποπούλα γοητεύτηκε από την στάση και το παράστημα του Δημοφώντα. Μα και κείνος δεν έμεινε αδιάφορος από την χάρη και την ομορφιά της κόρης.
Ο Έρωτας δεν άργησε να έλθει. Ήταν φλογερός και αμοιβαίος. Τον γάμο των δυο νέων ευλόγησε ο βασιλιάς Σίθωνας εκτιμώντας το ήθος και την ευγενική καταγωγή του γαμπρού του. Τίμησε δε την ένωση αυτή με πλούτη και γη από το βασίλειο του φροντίζοντας να μην λείψει τίποτα από τους νεόνυμφους.
Όμως την χαρά και την ευτυχία του έγγαμου βίου τους, σκίαζε για το νεαρό βασιλόπουλο η νοσταλγία της πατρίδας του. Έτσι ζήτησε από την νεαρή σύντροφό του να του επιτρέψει να ταξιδέψει για λίγο μέχρι την Αθήνα.
Η κοπέλα διστακτικά δέχτηκε και μετά από λίγο τον αποχαιρετούσε φιλώντας τον τρυφερά και κουνώντας του το μαντίλι του αποχαιρετισμού. Τον παρακάλεσε να μην καθυστερήσει διόλου την επιστροφή του μα να βρεθεί σύντομα πάλι κοντά της. Το ταξίδι, όμως, ήταν μακρύ και χρονοβόρο και στην Αθήνα φίλοι και συγγενείς καθυστερούσαν την αναχώρηση του νέου.
Οι μήνες περνούσαν και η γλυκιά προσμονή της κόρης μετατράπηκε σε αβάσταχτο μαρτύριο. Φοβόταν πως κάτι άσχημο είχε συμβεί στον καλό της και ανυπόφορος πόνος σκέπαζε την ψυχή της. Όμως ο ατελείωτος χρόνος της προσμονής και οι μαύρες σκέψεις δεν έσβηναν μέσα της την ελπίδα της επιστροφής του. Ήξερε πως τα αισθήματα και των δύο ήταν τόσο δυνατά που τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τα σβήσει.
Γιατί όμως αργούσε τόσο πολύ; Πόθος και αγωνία κατέτρωγε την όμορφη πριγκιποπούλα. Κάθε ξημέρωμα πήγαινε στο σημείο του αποχαιρετισμού και περίμενε. Στέκονταν εκεί ακίνητη με το χέρι να σκιάζει τα μάτια της και το βλέμμα καρφωμένο στο βάθος του ορίζοντα εκεί ακριβώς που χάθηκε ο αγαπημένος της.
Ήξερε πως δεν την είχε ξεχάσει. Όμως η κόρη έσβηνε μέρα με την μέρα. Είχε γίνει πια τόσο χλωμή και αδύνατη που οι θεοί την λυπήθηκαν και για να μην υποφέρει άλλο την μεταμόρφωσαν σε όμορφο λυγερόκορμο δέντρο, την Αμυγδαλιά.
Κι ο Δημοφώντας όμως δεν μπορούσε μακριά από την αγαπημένη του. Αγνοώντας τις νουθεσίες φίλων και συγγενών να παραμείνει μέχρι να ανοίξει ο καιρός, εκείνος ξεκίνησε μες στην καρδιά του χειμώνα το ταξίδι της επιστροφής. Για μέρες περπατούσε μες στον βοριά, το κρύο και το χιόνι ώσπου έφτασε στη Θράκη.
Αναζητώντας την αγαπημένη του έφτασε στο σημείο του αποχαιρετισμού. Εκεί ακριβώς είδε να στέκεται ένα ψηλό ξεραμένο δέντρο χωρίς καρπούς και φύλλα. Ο νέος κατάλαβε τι είχε συμβεί και βγάζοντας μια κραυγή πόνου με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε σφιχτά τον ξερό κορμό σαν να αγκάλιαζε το σώμα της αγαπημένης του.
Και τότε σαν από θαύμα, ζωή πλημμύρισε το άψυχο ξύλο και τα γυμνά κλαδιά του δέντρου στολίστηκαν με πανέμορφα μικρά λευκά άνθη που ανέδυαν μια υπέροχη, ντελικάτη ευωδία»
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.Λαογραφική ιστορία της αμυγδαλιάς
Η Αμυγδαλιά ήταν ένα νέο, πανέμορφο, ροδαλό κορίτσι. Η μητέρα της την αγαπούσε πολύ, φοβόταν όμως τις κρύες μέρες του χειμώνα να την αφήσει να βγει έξω για να μην κρυώσει.
Γι’ αυτό το χειμώνα την κλείδωνε στο δωμάτιό της. Μια μέρα όμως ο Βοριάς πέρασε έξω από το παράθυρό της, την είδε και την ερωτεύτηκε.
Πώς όμως θα ερωτεύονταν και αυτή το Βοριά; Τριγυρνούσε θλιμμένος έξω από το παράθυρό της. Ώσπου μια νύχτα σκέφτηκε να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα. Ο Βοριάς παρουσιάστηκε στην Αμυγδαλιά σαν όμορφος νεαρός άντρας και της ζήτησε αμέσως να παντρευτούν. Εκείνη μόλις τον αντίκρισε τον ερωτεύτηκε και δέχτηκε την πρότασή του.
Μια μέρα λοιπόν, που έλειπε η μητέρα της από το παλάτι, βγήκε έξω τρέχοντας και αγκάλιασε το Βοριά. Δεν άντεξε την παγωνιά και απ’ το κρύο του ξεψύχησε. Από τότε ντύνεται νυφούλα και δέχεται το άγγιγμα του αγαπημένου της Βοριά κάθε χειμώνα.
Η αμυγδαλιά ανθίζει νωρίτερα από όλα τα δέντρα, μέσα στον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο. Παλιότερα θεωρούσαν πως αν η αμυγδαλιά ανθίσει τον Ιανουάριο ο χειμώνας θα συνεχιστεί βαρύς και με χιόνι και κρύο.Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά. Τραγούδι & στίχοι – Γ. Δροσίνης
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη…
Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη…
Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει…
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα…